πατήρ

πατήρ
πατήρ ο
1) ο Θεός Πατήρ — Бог Отец:

Λέγει αυτώ ο Ιησούς, εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή, ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι’ εμού (Ιωάν. 14, 6) — Иисус сказал ему: Я есмь путь и истина и жизнь; никто не приходит к Отцу, как только через Меня (Ин. 14, 6)

Τα ρήματα α εγώ λέγω υμίν απ’ εμαυτού ου λαλώ ο δε πατήρ εν εμού μένων ποιεί τα έργα αυτού, πιστεύετέ μοι ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί (Ιωάν. 14, 10-11) — Слова, которые говорю Я вам, говорю не от Себя; но Отец, пребывающий во мне, Он творит дела. Верьте Мне, что Я в Отце и Отец во Мне (Ин. 14, 10-11);

2) отец, священнослужитель
Этим.
< инд. pater «отец»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πατήρ" в других словарях:

  • πατήρ — pitṛs̥u masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

  • πατράσι — πατήρ pitṛs̥u masc dat pl πατήρ pitṛs̥u masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατράσιν — πατήρ pitṛs̥u masc dat pl πατήρ pitṛs̥u masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατέρι — πατήρ pitṛs̥u masc dat sg πατήρ pitṛs̥u masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατέρος — πατήρ pitṛs̥u masc gen sg πατήρ pitṛs̥u masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατέρων — πατήρ pitṛs̥u masc gen pl πατήρ pitṛs̥u masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατράς — πατήρ pitṛs̥u masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρί — πατήρ pitṛs̥u masc dat sg πατρίς of one s fathers fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρός — πατήρ pitṛs̥u masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατέρα — πατήρ pitṛs̥u masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»